μάλε-βράσε

μάλε-βράσε
το άκλ.
1) перебранка, ссора, скандал; потасовка; 2) шум и гам, суматоха; переполох;

έγινε ( — или γίνεται) μάλε-βράσε — поднялся большой переполох


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μάλε-βράσε" в других словарях:

  • μάλε βράσε — το φρ. «έγινε το μάλε βράσε» έγινε μεγάλη φασαρία, έγινε μεγάλος τσακωμός με βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φρ. βάλε βράσε, με ανομοιωτική τροπή τού β τής πρώτης λ. σε μ . Κατ άλλους, από τη φρ. βράση τής μαλιάς «φούντωμα τής φιλονικίας»] …   Dictionary of Greek

  • μάλε βράσε — το άκλ. 1. άνω κάτω. 2. φρ., «Έγινε το μάλε βράσε», υπήρξε μεγάλη αναταραχή, έγινε φασαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλιοβράσι — το το μάλε βράσε. [ΕΤΥΜΟΛ. Συμφυρμός τής φρ. μάλε* βράσε] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»